- προσεξάπτω
- Α1. εξάπτω, ανάβω περισσότερο («βρονταὶ σκληραὶ προσεξαπτομένης ἀστραπῆς», Ιώσ.)2. μτφ. διεγείρω περισσότερο («προσεξῆψαι τὴν ὀργήν», Ιώσ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προσέξαψις — άψεως, ἡ, Α [προσεξάπτω] 1. διαρκής καύση 2. συνεχής έξαψη … Dictionary of Greek